- σχεδιαζομένου
- σχεδιάζωdopres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρασιώπηση — η / παρασιώπησις, εως, ΝΑ [παρασιωπώ] (ρητ.) σχήμα λόγου κατά το οποίο αποφεύγει κανείς σκόπιμα να αναφέρει κάτι, αποκρύπτοντας το, με τρόπο που να παρακινεί την προσοχή τών άλλων πάνω σ αυτό νεοελλ. 1. αποσιώπηση 2. γλωσσ. γλωσσικό φαινόμενο… … Dictionary of Greek
Λονδίνο — (London). Πόλη (6.926.319 κάτ. το 2001) της νοτιοανατολικής Αγγλίας, πρωτεύουσα του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας. Είναι από τις μεγαλύτερες πόλεις του κόσμου και μητρόπολη της Ευρώπης, μαζί με το Παρίσι.… … Dictionary of Greek